- λιποτακτώ
- (ε) αμετ.1) дезертировать; 2) перен. изменять делу, предавать дело
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιποτακτώ — και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιποτακτώ — (AM λιποτακτῶ, έω) [λιποτάκτης] εγκαταλείπω αυθαίρετα και αδικαιολόγητα τις τάξεις τού στρατού όπου υπηρετώ, γίνομαι λιποτάκτης νεοελλ. μσν. εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου σε μια κοινή προσπάθεια ή σε έναν ιδεολογικό αγώνα … Dictionary of Greek
λιποταχτώ — λιποτακτώ και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσαυτομολώ — έω, Μ λιποτακτώ και εγώ προς τους εχθρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐτομολῶ «λιποτακτώ»] … Dictionary of Greek
αποδιδράσκω — (AM ἀποδιδράσκω) (νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω αρχ. 1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω 2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διδράσκω σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό οι ρηματικοί του τύποι συνήθως… … Dictionary of Greek
διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
λιποστρατώ — λιποστρατῶ, έω (Α) εγκαταλείπω τον στρατό, αρνούμαι να υπηρετήσω σ αυτόν, λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιπόστρατος (το παραδιδόμενο είναι νεώτερο) < λιπ(ο) * + στρατός] … Dictionary of Greek